γκαγκάβα
Смотреть что такое "γκαγκάβα" в других словарях:
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek